- φημιστός
- και φουμιστός, -ή, -ό, Νονομαστός, περιώνυμος («φημιστό κρασί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φημίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Γ. Τερτσέτη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φουμιστός — ή, ό, Ν βλ. φημιστός … Dictionary of Greek